-
1 тыкать
тыкать 1тычу, тычешьκ. тыкаю-аешь,επιρ. μτχ. тычаκ. тыкая ρ.δ.1. μπήγω, χώνω•тыкать колья в землю μπήγω πασσάλους στη γη.
|| χτυπώ• σκουντώ•тыкать пальцем σκουντώ με •το δάχτυλο.
|| κουνώ το δάχτυλο ή το χέρι, χειρονομώ.2. μ. κ. αμ. χτυπώ, δέρνω.3. (κυρλξ. κ. μτφ.) δακτυλοδεικτώ.4. εισάγω, βάζω μέσα•тыкать топор за пояс χώνω το τσεκούρι στο ζωνάρι•
тыкать ключом в замок βάζω το κλειδί στην κλείδων ιά.
|| στέλλω, κατευθύνω. || μεταδίνω (ρίχνω) όπως-όπως, όπως λάχει.εκφρ.тыкать (свой) нос – χώνω τη μύτη (μούρη) μου (επεμβαίνω)•тыкать юсом кого во что – επίμονα κάνω κάποιον να δει το λάθος του, την πράξη του•тыкать в глаза или в нос – χώνω στα μάτια ή στη μύτη (συνεχώς υπενθυμίζω κάτι), μέμφομαι, κατηγορώ.1. μπήγομαι, χώνομαι•стрела -ется в дерево το βέλος μπήγεται στο δέντρο.
2. αλληλοχτυπιέμαι με αιχμηρά όργανα.3. σκουντώ• χτυπώ με αιχμηρό όργανο.4. περιφέρομαι ανήσυχα•всюду -ется, а дела не делает παντού χώνεται και τίποτε δεν κάνει.
5. ανακατεύομαι, επεμβαίνω. || μτφ. απευθύνομαι, καταφεύγω, επικαλούμαι.εκφρ.тыкать носом – βλ. клевать носом (λ. клевать).тыкать 2-аю, -аешь κ. тычу, тычешьρ.δ.μ. (απλ.) μιλώ στον ενικό.